Vocabulário de cuidados pessoais e higiene em grego

Aprender vocabulário relacionado com cuidados pessoais e higiene em grego pode ser extremamente útil para quem pretende viajar para a Grécia, viver no país ou simplesmente enriquecer o seu conhecimento da língua. Este artigo tem como objetivo ajudar os falantes de português de Portugal a familiarizarem-se com palavras e expressões gregas essenciais neste contexto. Vamos explorar um conjunto de palavras gregas ligadas a cuidados pessoais e higiene, suas definições e exemplos de frases para facilitar a compreensão e a memorização.

Vocabulário Básico de Cuidados Pessoais e Higiene em Grego

Σαπούνι (sapóuni) – Sabão. Este é um produto essencial de higiene usado para lavar as mãos e o corpo.
Χρησιμοποιώ σαπούνι για να πλένω τα χέρια μου.

Σαμπουάν (sampouán) – Champô. Utilizado para lavar o cabelo.
Χρειάζομαι ένα καλό σαμπουάν για τα μαλλιά μου.

Οδοντόβουρτσα (odontóvurtsa) – Escova de dentes. Usada para escovar os dentes.
Ξέχασα την οδοντόβουρτσά μου στο σπίτι.

Οδοντόκρεμα (odontókrema) – Pasta de dentes. Utilizada juntamente com a escova de dentes para limpar os dentes.
Η οδοντόκρεμα μου τελείωσε, πρέπει να αγοράσω καινούρια.

Αποσμητικό (aposmitikó) – Desodorizante. Usado para evitar o odor corporal.
Χρησιμοποιώ αποσμητικό κάθε μέρα μετά το ντους.

Ξυράφι (xiráfi) – Lâmina de barbear. Utilizada para fazer a barba ou depilar.
Αγόρασα ένα νέο ξυράφι για το ξύρισμα.

Κρέμα ξυρίσματος (kréma xirísmatos) – Creme de barbear. Utilizado para suavizar a pele antes de fazer a barba.
Χρειάζομαι περισσότερη κρέμα ξυρίσματος.

Αφρόλουτρο (afróloutrο) – Gel de banho. Utilizado para limpar o corpo durante o banho.
Το αφρόλουτρο μου έχει άρωμα λεβάντας.

Χτένα (xténa) – Pente. Utilizado para pentear o cabelo.
Χρησιμοποιώ χτένα για να φτιάχνω τα μαλλιά μου.

Πετσέτα (petséta) – Toalha. Utilizada para secar o corpo após o banho.
Πάρε μια καθαρή πετσέτα από το ντουλάπι.

Produtos de Higiene Pessoal

Αφρόλουτρο (afróloutrο) – Gel de banho. Produto usado para limpar o corpo.
Το αφρόλουτρο μου έχει άρωμα λεβάντας.

Κρέμα σώματος (kréma sómatos) – Creme corporal. Usado para hidratar a pele.
Χρησιμοποιώ κρέμα σώματος μετά το ντους.

Λοσιόν σώματος (losión sómatos) – Loção corporal. Semelhante ao creme, mas geralmente mais leve.
Αυτή η λοσιόν σώματος είναι πολύ ενυδατική.

Αντηλιακό (antilakó) – Protetor solar. Usado para proteger a pele dos raios solares.
Μην ξεχάσεις να βάλεις αντηλιακό πριν βγεις έξω.

Απολυμαντικό χεριών (apolymantikó cherión) – Desinfetante para as mãos. Usado para matar germes e bactérias nas mãos.
Χρησιμοποιώ απολυμαντικό χεριών όταν δεν υπάρχει σαπούνι.

Χαρτομάντιλα (chartomántila) – Lenços de papel. Usados para limpar o nariz ou o rosto.
Πάντα κουβαλάω χαρτομάντιλα μαζί μου.

Μπατονέτες (batonétes) – Cotonetes. Usados para limpar os ouvidos.
Οι μπατονέτες είναι απαραίτητες για την καθαριότητα των αυτιών.

Κρέμα χεριών (kréma cherión) – Creme para as mãos. Usado para hidratar as mãos.
Η κρέμα χεριών μου είναι πολύ ενυδατική.

Κρέμα προσώπου (kréma prosópou) – Creme facial. Usado para hidratar e cuidar da pele do rosto.
Χρησιμοποιώ κρέμα προσώπου κάθε πρωί και βράδυ.

Άρωμα (árôma) – Perfume. Usado para dar uma fragrância agradável ao corpo.
Το άρωμα που φοράω είναι το αγαπημένο μου.

Itens de Higiene Diária

Οδοντικό νήμα (odontikó níma) – Fio dental. Usado para limpar os espaços entre os dentes.
Χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα κάθε βράδυ.

Στοματικό διάλυμα (stomatikó diálima) – Enxaguante bucal. Usado para limpar a boca e refrescar o hálito.
Το στοματικό διάλυμα βοηθά στην καλύτερη αναπνοή.

Αφρός προσώπου (afrós prosópou) – Espuma facial. Usada para limpar o rosto.
Ο αφρός προσώπου μου καθαρίζει βαθιά το δέρμα.

Απολεπιστικό (apolepistikó) – Esfoliante. Usado para remover células mortas da pele.
Χρησιμοποιώ απολεπιστικό μία φορά την εβδομάδα.

Αποσμητικό σώματος (aposmitikó sómatos) – Desodorizante corporal. Usado para evitar o odor corporal.
Το αποσμητικό σώματος κρατάει το δέρμα φρέσκο.

Αφρός ξυρίσματος (afrós xirísmatos) – Espuma de barbear. Usada para facilitar o barbear.
Ο αφρός ξυρίσματος κάνει το ξύρισμα πιο άνετο.

Λάδι για τα μαλλιά (ládi gia ta malía) – Óleo para o cabelo. Usado para hidratar e nutrir o cabelo.
Χρησιμοποιώ λάδι για τα μαλλιά για να τα κρατάω υγιή.

Κρέμα νυκτός (kréma nyktós) – Creme noturno. Usado para hidratar a pele durante a noite.
Η κρέμα νυκτός μου είναι πολύ θρεπτική.

Κρέμα ημέρας (kréma iméras) – Creme diurno. Usado para hidratar a pele durante o dia.
Η κρέμα ημέρας μου προστατεύει το δέρμα από τον ήλιο.

Μάσκα προσώπου (máska prosópou) – Máscara facial. Usada para tratar e hidratar a pele do rosto.
Χρησιμοποιώ μάσκα προσώπου μία φορά την εβδομάδα.

Práticas de Higiene Pessoal

Πλένω τα χέρια (pléno ta chéria) – Lavar as mãos. Ato de limpar as mãos com água e sabão.
Πλένω τα χέρια μου πριν το φαγητό.

Κάνω ντους (káno ntous) – Tomar banho. Ato de limpar o corpo com água.
Κάνω ντους κάθε πρωί.

Βουρτσίζω τα δόντια (vourtsízo ta dóntia) – Escovar os dentes. Ato de limpar os dentes com escova e pasta de dentes.
Βουρτσίζω τα δόντια μου δύο φορές την ημέρα.

Χτενίζω τα μαλλιά (chtenízo ta malía) – Pentear o cabelo. Ato de arranjar o cabelo com pente ou escova.
Χτενίζω τα μαλλιά μου κάθε πρωί.

Κάνω αποτρίχωση (káno apotrixosi) – Depilar. Ato de remover os pelos do corpo.
Κάνω αποτρίχωση μία φορά το μήνα.

Βάζω άρωμα (vázo ároma) – Aplicar perfume. Ato de colocar perfume no corpo.
Βάζω άρωμα πριν βγω από το σπίτι.

Πλένω το πρόσωπο (pléno to prósopo) – Lavar o rosto. Ato de limpar o rosto com água e sabão ou outro produto de limpeza.
Πλένω το πρόσωπο μου κάθε βράδυ.

Κόβω τα νύχια (kóvo ta nýchia) – Cortar as unhas. Ato de aparar as unhas das mãos e dos pés.
Κόβω τα νύχια μου κάθε εβδομάδα.

Χρησιμοποιώ αντηλιακό (chrisimopió antilakó) – Usar protetor solar. Ato de aplicar protetor solar na pele para proteção contra os raios UV.
Χρησιμοποιώ αντηλιακό όταν πηγαίνω στην παραλία.

Ενυδατώνω το δέρμα (enidatóno to dérma) – Hidratar a pele. Ato de aplicar creme ou loção para manter a pele hidratada.
Ενυδατώνω το δέρμα μου κάθε μέρα μετά το μπάνιο.

Χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα (chrisimopió odontikó níma) – Usar fio dental. Ato de limpar os espaços entre os dentes com fio dental.
Χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα για να καθαρίσω τα δόντια μου.

Χρησιμοποιώ λοσιόν σώματος (chrisimopió losión sómatos) – Usar loção corporal. Ato de aplicar loção no corpo para hidratar a pele.
Χρησιμοποιώ λοσιόν σώματος μετά το ντους.

Απολυμαίνω τα χέρια (apolyméno ta chéria) – Desinfetar as mãos. Ato de limpar as mãos com desinfetante.
Απολυμαίνω τα χέρια μου όταν είμαι έξω.

Φροντίζω τα νύχια (frondízo ta nýchia) – Cuidar das unhas. Ato de manter as unhas limpas e aparadas.
Φροντίζω τα νύχια μου τακτικά.

Κάνω μασάζ (káno masáz) – Fazer massagem. Ato de aplicar pressão e movimentos na pele para relaxar os músculos.
Κάνω μασάζ για να χαλαρώσω.

Χρησιμοποιώ μάσκα προσώπου (chrisimopió máska prosópou) – Usar máscara facial. Ato de aplicar uma máscara no rosto para tratamento da pele.
Χρησιμοποιώ μάσκα προσώπου για να ενυδατώσω το δέρμα μου.

Com estas palavras e expressões, estará mais bem preparado para lidar com situações do dia-a-dia relacionadas com cuidados pessoais e higiene em grego. Pratique regularmente para melhorar a sua fluência e compreensão da língua. Boa sorte!

Talkpal é um tutor de línguas alimentado por IA. Aprenda mais de 57 idiomas 5x mais rápido com uma tecnologia revolucionária.

APRENDE LÍNGUAS MAIS DEPRESSA
COM IA

Aprende 5x mais depressa