ギリシャ語副詞練習1:場所を表す副詞
1. Το παιδί τρέχει *εδώ* στον κήπο。(場所を表す副詞。「ここ」)
2. Η γάτα κοιμάται *πάνω* στο τραπέζι。(場所を表す副詞。「上」)
3. Οι φίλοι μας μένουν *κοντά* στο σχολείο。(場所を表す副詞。「近く」)
4. Πηγαίνουμε *εκεί* για διακοπές。(場所を表す副詞。「そこ」)
5. Βρήκα το βιβλίο *κάτω* από το κρεβάτι。(場所を表す副詞。「下」)
6. Το εστιατόριο είναι *μακριά* από εδώ。(場所を表す副詞。「遠く」)
7. Το παιδί παίζει *έξω* στον κήπο。(場所を表す副詞。「外」)
8. Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο *δίπλα* στο σπίτι。(場所を表す副詞。「隣」)
9. Η γιορτή είναι *μέσα* στο σπίτι。(場所を表す副詞。「中」)
10. Ο φίλος μου είναι *πάνω* από το λόφο。(場所を表す副詞。「上」)
2. Η γάτα κοιμάται *πάνω* στο τραπέζι。(場所を表す副詞。「上」)
3. Οι φίλοι μας μένουν *κοντά* στο σχολείο。(場所を表す副詞。「近く」)
4. Πηγαίνουμε *εκεί* για διακοπές。(場所を表す副詞。「そこ」)
5. Βρήκα το βιβλίο *κάτω* από το κρεβάτι。(場所を表す副詞。「下」)
6. Το εστιατόριο είναι *μακριά* από εδώ。(場所を表す副詞。「遠く」)
7. Το παιδί παίζει *έξω* στον κήπο。(場所を表す副詞。「外」)
8. Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο *δίπλα* στο σπίτι。(場所を表す副詞。「隣」)
9. Η γιορτή είναι *μέσα* στο σπίτι。(場所を表す副詞。「中」)
10. Ο φίλος μου είναι *πάνω* από το λόφο。(場所を表す副詞。「上」)
ギリシャ語副詞練習2:頻度や様子を表す副詞
1. Διαβάζω *συχνά* βιβλία τα βράδια。(頻度の副詞。「よく」)
2. Η Μαρία μιλάει *γρήγορα* όταν είναι χαρούμενη。(様子の副詞。「速く」)
3. Πίνω καφέ *κάθε* πρωί。(頻度の副詞。「毎」)
4. Ο Γιάννης έρχεται *σπάνια* στο πάρτι。(頻度の副詞。「めったに」)
5. Κοιμάμαι *βαθιά* μετά από μια κουραστική μέρα。(様子の副詞。「深く」)
6. Η μητέρα μου μαγειρεύει *καλά* τα φαγητά。(様子の副詞。「上手に」)
7. Περπατάω *αργά* όταν είμαι κουρασμένος。(様子の副詞。「ゆっくり」)
8. Ο φίλος μου έρχεται *συνήθως* αργά στη δουλειά。(頻度の副詞。「通常」)
9. Αυτή η ταινία είναι *πολύ* ενδιαφέρουσα。(程度の副詞。「とても」)
10. Τα παιδιά παίζουν *χαρούμενα* στον κήπο。(様子の副詞。「楽しそうに」)
2. Η Μαρία μιλάει *γρήγορα* όταν είναι χαρούμενη。(様子の副詞。「速く」)
3. Πίνω καφέ *κάθε* πρωί。(頻度の副詞。「毎」)
4. Ο Γιάννης έρχεται *σπάνια* στο πάρτι。(頻度の副詞。「めったに」)
5. Κοιμάμαι *βαθιά* μετά από μια κουραστική μέρα。(様子の副詞。「深く」)
6. Η μητέρα μου μαγειρεύει *καλά* τα φαγητά。(様子の副詞。「上手に」)
7. Περπατάω *αργά* όταν είμαι κουρασμένος。(様子の副詞。「ゆっくり」)
8. Ο φίλος μου έρχεται *συνήθως* αργά στη δουλειά。(頻度の副詞。「通常」)
9. Αυτή η ταινία είναι *πολύ* ενδιαφέρουσα。(程度の副詞。「とても」)
10. Τα παιδιά παίζουν *χαρούμενα* στον κήπο。(様子の副詞。「楽しそうに」)