Termini bancari e finanziari in greco

Il mondo della banca e della finanza può risultare complesso, soprattutto quando si tratta di comprendere terminologie specifiche in una lingua straniera. Se stai imparando il greco e vuoi approfondire il lessico bancario e finanziario, questo articolo ti fornirà una panoramica completa dei termini più comuni e delle loro definizioni. Con esempi pratici, avrai la possibilità di vedere come questi termini vengono utilizzati nel contesto quotidiano.

Terminologia Bancaria

Τράπεζα – Banca: Un’istituzione finanziaria che accetta depositi, concede prestiti e offre vari servizi finanziari.
Η Τράπεζα λειτουργεί από τις 9 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα.

Κατάθεση – Deposito: L’atto di mettere denaro in un conto bancario.
Έκανα μια κατάθεση 500 ευρώ στον λογαριασμό μου.

Ανάληψη – Prelievo: L’atto di ritirare denaro da un conto bancario.
Πήγα στην τράπεζα για να κάνω μια ανάληψη μετρητών.

Λογαριασμός – Conto: Un accordo con una banca per tenere i tuoi soldi.
Άνοιξα έναν νέο λογαριασμό ταμιευτηρίου.

Επιτόκιο – Tasso di interesse: La percentuale che una banca paga sui depositi o addebita sui prestiti.
Το επιτόκιο του δανείου μου είναι 3%.

Δάνειο – Prestito: Una somma di denaro che viene presa in prestito e deve essere restituita con interesse.
Πήρα ένα δάνειο για να αγοράσω ένα αυτοκίνητο.

Κάρτα – Carta: Uno strumento di pagamento elettronico emesso da una banca.
Χρησιμοποίησα την πιστωτική μου κάρτα για την αγορά.

Servizi Bancari

Μεταφορά – Trasferimento: Il movimento di denaro da un conto a un altro.
Έκανα μια μεταφορά χρημάτων στον λογαριασμό σου.

Εμβάσματα – Bonifico: Un trasferimento di denaro da una persona o un’entità a un’altra.
Έστειλα ένα εμβάσματα στον προμηθευτή μου.

Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή (ΑΤΜ) – Bancomat: Un dispositivo elettronico che consente ai clienti bancari di effettuare transazioni.
Πήγα στο ΑΤΜ για να κάνω ανάληψη χρημάτων.

Χρεωστική κάρτα – Carta di debito: Una carta che preleva denaro direttamente dal conto bancario del titolare.
Χρησιμοποίησα τη χρεωστική κάρτα μου για να πληρώσω τα ψώνια.

Πιστωτική κάρτα – Carta di credito: Una carta che permette di prendere in prestito denaro per effettuare acquisti.
Η πιστωτική κάρτα μου έχει όριο 2000 ευρώ.

Terminologia Finanziaria

Αγορά – Mercato: Un luogo o una piattaforma dove beni e servizi vengono scambiati.
Η αγορά ακινήτων είναι πολύ ανταγωνιστική αυτή τη στιγμή.

Μετοχή – Azione: Una quota della proprietà di una società.
Αγόρασα μετοχές της Apple.

Ομόλογο – Obbligazione: Un titolo di debito emesso da una società o dal governo.
Επένδυσα σε κυβερνητικά ομόλογα για να έχω σταθερό εισόδημα.

Κέρδος – Profitto: Il guadagno finanziario ottenuto da un’attività economica.
Η εταιρεία ανακοίνωσε αυξημένο κέρδος για το τελευταίο τρίμηνο.

Ζημία – Perdita: La perdita finanziaria subita in un’attività economica.
Η επιχείρηση υπέστη ζημία λόγω της πανδημίας.

Προϋπολογισμός – Bilancio: Un piano finanziario che stima entrate e uscite per un certo periodo.
Ο ετήσιος προϋπολογισμός της εταιρείας εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο.

Επένδυση – Investimento: L’allocazione di risorse con l’aspettativa di ottenere un profitto.
Η επένδυση σε ακίνητα μπορεί να είναι πολύ κερδοφόρα.

Χρηματιστήριο – Borsa: Un mercato dove vengono scambiate azioni e altri titoli.
Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο.

Πληθωρισμός – Inflazione: L’aumento generale dei prezzi di beni e servizi in un’economia.
Ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 2% αυτό το έτος.

Επιτόκιο – Tasso di Interesse: La percentuale del capitale che un debitore deve pagare a un creditore per l’uso del denaro.
Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν πέσει.

Strumenti Finanziari

Δανειολήπτης – Mutuatario: La persona che prende in prestito denaro da una banca o un’altra istituzione finanziaria.
Ο δανειολήπτης πρέπει να επιστρέψει το δάνειο με τόκους.

Δανειστής – Creditore: La persona o istituzione che presta denaro.
Ο δανειστής ζήτησε επιπλέον εγγυήσεις.

Εγγύηση – Garanzia: Qualsiasi bene o proprietà utilizzata per garantire un prestito.
Η τράπεζα ζήτησε ένα ακίνητο ως εγγύηση για το δάνειο.

Απόδοση – Rendimento: Il guadagno ottenuto da un investimento.
Η απόδοση των μετοχών μου ήταν 5% αυτό το έτος.

Κεφάλαιο – Capitale: La somma di denaro investita in un’impresa per generare profitto.
Το κεφάλαιο της εταιρείας αυξήθηκε κατά 10%.

Ρευστότητα – Liquidità: La disponibilità di contanti o equivalenti di contanti per far fronte a obblighi finanziari.
Η ρευστότητα της επιχείρησης είναι αρκετά καλή.

Αποθεματικό – Riserva: Fondi messi da parte per emergenze o spese future.
Η εταιρεία διατηρεί ένα αποθεματικό για απρόβλεπτες δαπάνες.

Προμήθεια – Commissione: Una somma di denaro addebitata per un servizio.
Η τράπεζα χρεώνει μια μικρή προμήθεια για τις διεθνείς μεταφορές.

Εξασφάλιση – Collateral: Un bene offerto come garanzia per un prestito.
Το σπίτι μου χρησιμοποιήθηκε ως εξασφάλιση για το στεγαστικό δάνειο.

Concetti Avanzati

Διαχείριση Κινδύνου – Gestione del Rischio: Il processo di identificazione, analisi e risposta ai rischi finanziari.
Η διαχείριση κινδύνου είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης.

Διαφοροποίηση – Diversificazione: La strategia di investimento che mira a ridurre il rischio investendo in una varietà di asset.
Η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου μου με βοήθησε να μειώσω το ρίσκο.

Αποτίμηση – Valutazione: Il processo di determinazione del valore di un’attività o di un’impresa.
Η αποτίμηση της εταιρείας έγινε από έναν ανεξάρτητο εκτιμητή.

Ρευστό Κεφάλαιο – Capitale Circolante: La differenza tra le attività correnti e le passività correnti di un’impresa.
Η επιχείρηση χρειάζεται περισσότερο ρευστό κεφάλαιο για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Δείκτης Ρευστότητας – Indice di Liquidità: Un rapporto che misura la capacità di un’azienda di pagare i suoi debiti a breve termine.
Ο δείκτης ρευστότητας της εταιρείας είναι υψηλός, δείχνοντας καλή οικονομική υγεία.

Απόσβεση – Ammortamento: La distribuzione del costo di un bene immateriale su un periodo di tempo.
Η απόσβεση του εξοπλισμού καταχωρείται στα λογιστικά βιβλία.

Αξία – Valore: La stima del prezzo di un bene o servizio.
Η αξία της επένδυσής μου αυξήθηκε κατά 15%.

Χρηματοοικονομική Ανάλυση – Analisi Finanziaria: Η διαδικασία αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης.
Η χρηματοοικονομική ανάλυση έδειξε ότι η εταιρεία είναι κερδοφόρα.

Προβλέψεις – Previsioni: Εκτιμήσεις για μελλοντικές οικονομικές επιδόσεις.
Οι προβλέψεις για την αγορά δείχνουν αύξηση της ζήτησης.

Comprendere questi termini bancari e finanziari in greco può migliorare notevolmente la tua competenza linguistica e la tua capacità di navigare in situazioni economiche in Grecia. Conoscere il lessico specifico ti permetterà di gestire meglio le tue finanze personali e di comprendere meglio le notizie finanziarie. Buona fortuna con il tuo apprendimento del greco!

Talkpal è un tutor linguistico alimentato dall’intelligenza artificiale. Imparate 57+ lingue 5 volte più velocemente con una tecnologia rivoluzionaria.

IMPARA LE LINGUE PIÙ VELOCEMENTE
CON AI

Impara 5 volte più velocemente