Vocabulario jurídico y relacionado con la justicia en griego

Aprender un nuevo idioma puede ser un reto, especialmente cuando se trata de terminología especializada como el vocabulario jurídico. En este artículo, exploraremos términos legales y relacionados con la justicia en griego. Esta lista te ayudará a comprender mejor los conceptos legales y a utilizarlos correctamente en contextos adecuados.

Vocabulario jurídico en griego

Δικαστήριο – Tribunal. Un lugar donde se llevan a cabo los juicios y se administra justicia.
Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ του κατηγορουμένου.

Δικαστής – Juez. La persona que preside un tribunal y tiene la autoridad para tomar decisiones legales.
Ο δικαστής εξέδωσε την τελική απόφαση.

Δικηγόρος – Abogado. Un profesional del derecho que representa y asesora a sus clientes en asuntos legales.
Ο δικηγόρος υπερασπίστηκε τον πελάτη του με επιτυχία.

Εισαγγελέας – Fiscal. El funcionario que representa al estado y presenta cargos contra el acusado en un juicio penal.
Ο εισαγγελέας παρουσίασε τα αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο.

Κατηγορούμενος – Acusado. La persona que está siendo acusada de un delito en un juicio.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες.

Μάρτυρας – Testigo. Una persona que testifica en un juicio sobre lo que ha visto, oído o sabe.
Ο μάρτυρας έδωσε μια σαφή και λεπτομερή κατάθεση.

Αθώος – Inocente. Una persona que no ha cometido el delito del que se le acusa.
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε αθώος από το δικαστήριο.

Ένοχος – Culpable. Una persona que ha sido declarada responsable de un delito.
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν.

Ποινή – Sentencia. El castigo impuesto por un tribunal a una persona declarada culpable de un delito.
Η ποινή του ήταν πέντε χρόνια φυλάκισης.

Φυλάκιση – Prisión. El acto de encarcelar a una persona como castigo por un delito.
Η φυλάκιση του κατηγορουμένου ήταν αναπόφευκτη.

Más términos relacionados con la justicia

Νόμος – Ley. Un conjunto de reglas establecidas por una autoridad para regular el comportamiento.
Ο νόμος προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών.

Δικαιώματα – Derechos. Privilegios o libertades garantizadas a las personas por la ley.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι θεμελιώδη για την κοινωνία μας.

Σύμβαση – Contrato. Un acuerdo legalmente vinculante entre dos o más partes.
Η σύμβαση υπογράφηκε από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Δικαιοσύνη – Justicia. El principio moral y legal que busca la equidad y la rectitud.
Η δικαιοσύνη πρέπει να είναι αμερόληπτη και δίκαιη.

Εφετείο – Corte de apelaciones. Un tribunal que revisa las decisiones de tribunales inferiores.
Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανατράπηκε από το εφετείο.

Υπόθεση – Caso. Una disputa llevada ante un tribunal para su resolución.
Η υπόθεση εκδικάστηκε μετά από πολλά χρόνια αναμονής.

Απόφαση – Veredicto. La resolución final de un tribunal sobre un caso.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν υπέρ του ενάγοντα.

Αστυνομία – Policía. La fuerza encargada de mantener el orden público y hacer cumplir la ley.
Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο μετά από εκτενή έρευνα.

Δικαιοδοσία – Jurisdicción. La autoridad de un tribunal para escuchar y decidir sobre un caso.
Το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση.

Δικαστική απόφαση – Sentencia judicial. La determinación oficial hecha por un tribunal.
Η δικαστική απόφαση ήταν αποτέλεσμα μιας μακράς δίκης.

Εγγύηση – Fianza. El dinero pagado para asegurar la liberación temporal de un acusado mientras espera el juicio.
Ο κατηγορούμενος απελευθερώθηκε με εγγύηση.

Κατάθεση – Testimonio. La declaración oficial de un testigo bajo juramento.
Η κατάθεση του μάρτυρα ήταν κρίσιμη για την έκβαση της υπόθεσης.

Δικαστική διαμάχη – Litigio. Un proceso legal para resolver una disputa.
Η δικαστική διαμάχη διήρκεσε αρκετά χρόνια.

Συμβιβασμός – Acuerdo. Un arreglo alcanzado por las partes en disputa.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμβιβασμό.

Δικαστικός κλητήρας – Alguacil. Un oficial de justicia encargado de mantener el orden en el tribunal.
Ο δικαστικός κλητήρας ζήτησε σιωπή στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Αποδεικτικά στοιχεία – Evidencias. Información presentada en un juicio para probar un hecho.
Τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν αδιάσειστα.

Ανακριτής – Investigador. Un funcionario que investiga los hechos de un caso.
Ο ανακριτής συνέλεξε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

Ποινικό αδίκημα – Delito. Una acción que constituye una infracción de la ley penal.
Το ποινικό αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση.

Πολιτική αγωγή – Demanda civil. Un proceso legal entre partes privadas.
Η πολιτική αγωγή κατέληξε σε αποζημίωση για τον ενάγοντα.

Διακανονισμός – Resolución. Un acuerdo alcanzado para resolver una disputa sin llegar a juicio.
Ο διακανονισμός επετεύχθη πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης.

Εφεσίβλητος – Apelado. La parte contra la cual se presenta una apelación.
Ο εφεσίβλητος υπερασπίστηκε την αρχική απόφαση.

Εναγόμενος – Demandado. La persona contra la cual se presenta una demanda.
Ο εναγόμενος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν.

Εναγών – Demandante. La persona que presenta una demanda en un tribunal.
Ο ενάγων ζήτησε αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη.

Απαλλαγή – Absolución. La declaración de que una persona no es culpable de un delito.
Η απαλλαγή του κατηγορουμένου έγινε δεκτή με ανακούφιση.

Αναγνώριση – Reconocimiento. La aceptación oficial de un hecho o derecho.
Η αναγνώριση των δικαιωμάτων του ήταν σημαντική για την υπόθεση.

Καταδίκη – Condena. La declaración oficial de que una persona es culpable de un delito.
Η καταδίκη του κατηγορουμένου ήταν αποτέλεσμα των ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων.

Αναστολή – Suspensión. La detención temporal de una actividad o proceso judicial.
Η αναστολή της ποινής του δόθηκε λόγω καλής συμπεριφοράς.

Έφεση – Apelación. La solicitud para que un tribunal superior revise la decisión de un tribunal inferior.
Η έφεση κατατέθηκε αμέσως μετά την απόφαση του δικαστηρίου.

Πρόστιμο – Multa. Una sanción económica impuesta por la comisión de una infracción.
Το πρόστιμο για την παράβαση ήταν υψηλό.

Κλοπή – Robo. El acto de tomar ilegalmente la propiedad de otra persona.
Η κλοπή αναφέρθηκε στην αστυνομία αμέσως.

Απάτη – Fraude. El engaño intencional para obtener beneficios injustos.
Η απάτη αποκαλύφθηκε μετά από λεπτομερή έρευνα.

Βία – Violencia. El uso de la fuerza física para dañar a alguien o algo.
Η βία καταδικάζεται από την κοινωνία.

Διαζύγιο – Divorcio. La disolución legal de un matrimonio.
Το διαζύγιο εκδόθηκε μετά από μακρά δικαστική διαμάχη.

Κληρονομιά – Herencia. Los bienes y derechos que una persona deja a sus herederos.
Η κληρονομιά του παππού μοιράστηκε μεταξύ των εγγονών.

Διαθήκη – Testamento. Un documento legal en el que una persona expresa sus deseos sobre la distribución de su propiedad después de su muerte.
Η διαθήκη διαβάστηκε παρουσία όλων των κληρονόμων.

Κηδεμονία – Tutela. La responsabilidad legal de cuidar de alguien, especialmente de un menor.
Η κηδεμονία του παιδιού δόθηκε στη μητέρα.

Con estos términos, tendrás una base sólida para comprender y utilizar el vocabulario jurídico en griego. La familiaridad con estos términos es esencial para cualquier persona interesada en el derecho o en situaciones legales en contextos griegos. Practica estos términos regularmente y trata de incorporarlos en tu aprendizaje diario para mejorar tu fluidez y comprensión.

Talkpal es un tutor de idiomas basado en IA. Aprenda más de 57 idiomas 5 veces más rápido con una tecnología revolucionaria.

APRENDE IDIOMAS MÁS RÁPIDO
CON AI

Aprende 5 veces más rápido